θηρειος

θηρειος
    θήρειος
    2 и 3
    звериный
    

(φύσις Plat.; βία Soph.; εἰκών Anth.)

    κρέα θήρεια Xen. — дичина;
    θήρειον δάκος Eur. — дикое животное


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "θηρειος" в других словарях:

  • θήρειος — θήρειος, εία, ον και ος, ον (Α) [θηρ] 1. αυτός που ανήκει σε άγρια ζώα («θήρεια μέλεα», Εμπ.) 2. φρ. α) «θήρειος γραφή» εικόνες ζώων ζωγραφισμένες σε ύφασμα β) «θήρειον δάκος» άγριο θηρίο, Ευρ. γ) «θήρειος βία» ο Κένταυρος, Σοφ. δ) «θήρεια κρέα»… …   Dictionary of Greek

  • θήρειος — of wild beasts masc nom sg θήρειος of wild beasts masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήρειον — θήρειος of wild beasts masc acc sg θήρειος of wild beasts neut nom/voc/acc sg θήρειος of wild beasts masc/fem acc sg θήρειος of wild beasts neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρείων — θήρειος of wild beasts fem gen pl θήρειος of wild beasts masc/neut gen pl θήρειος of wild beasts masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρείοιο — θήρειος of wild beasts masc/neut gen sg (epic) θήρειος of wild beasts masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρείοις — θήρειος of wild beasts masc/neut dat pl θήρειος of wild beasts masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρείοισι — θήρειος of wild beasts masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) θήρειος of wild beasts masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρείοισιν — θήρειος of wild beasts masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) θήρειος of wild beasts masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρείου — θήρειος of wild beasts masc/neut gen sg θήρειος of wild beasts masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρείους — θήρειος of wild beasts masc acc pl θήρειος of wild beasts masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήρεια — θήρειος of wild beasts neut nom/voc/acc pl θήρειος of wild beasts neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»